- καρυκεύματα
- καρύκευμαsavoury dishneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
έμβαμμα — ἔμβαμμα, το (AM) σάλτσα με ζουμί από κρέας και καρυκεύματα μσν. φρ. «οἴνου ἔμβαμμα» κρασάτη σάλτσα … Dictionary of Greek
αιματιά — και ματιά και αιμαθιά και αμαθιά, η (Α αἱματιά) [αἶμα] είδος αλλαντικού που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο τού χοίρου με γέμιση από ρύζι, χόντρο ή τραχανά και διάφορα αρωματικά καρυκεύματα συχνά περιέχει και πηγμένο αίμα χοίρου νεοελλ. 1. το… … Dictionary of Greek
ακαρύκευτος — η, ο (Μ ἀκαρύκευτος, ον) [καρυκεύω] 1. αυτός που δεν έχει καρυκεύματα (για φαγητά που δεν έχουν μπαχαρικά και μυρωδικά) 2. μτφ. ο άνοστος, ο στεγνός: «λόγος ἀκαρύκευτος» … Dictionary of Greek
αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… … Dictionary of Greek
ανάρτυτος — η, ο (Α ἀνάρτυτος, ον) [αρτύω] (για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστος νεοελλ. 1. (για φαγητό) νηστήσιμος 2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας … Dictionary of Greek
αρτυσία — ἀρτυσία, η (Α) [αρτύω] η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα … Dictionary of Greek
ασόλοικος — ἀσόλοικος, ον (Α) [σόλοικος] 1. ο μη βάρβαρος, ο πολιτισμένος 2. (για παιδιά) ο φιλόκαλος, ο ευπρεπής 3. (για κρέας) σκέτο, χωρίς καρυκεύματα 4. σωστός, χωρίς σολοικισμούς … Dictionary of Greek
γαστρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, του βλεννογόνου του στομάχου. Η απλή οξεία γ. είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται μετά τη βρώση ουσιών ποσοτικά και ποιοτικά ερεθιστικών, όπως φάρμακα, οινοπνευματώδη ποτά, καφές, τροφές με άφθονα καρυκεύματα, παγωμένες ή … Dictionary of Greek
γαστρεντερίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου του στομαχιού και του λεπτού εντέρου που μπορεί να προκληθεί από τροφική δηλητηρίαση, βακτηριακή λοίμωξη, μεταλλικά άλατα, καθώς και από καταχρήσεις οινοπνευματωδών ποτών και φαγητών με πολλά καρυκεύματα ή ως συνέπεια… … Dictionary of Greek